-
1 εἰσφέρω
A : [tense] aor. Iεἰσήνεγκα Archil.78.2
(s.v.l.): [tense] pf.εἰσενήνοχα D.27.36
: [tense] plpf.- όχειν Id.24.19
:—carry in,εἴσω Od.7.6
;ἐς. ἀγγελίας Hdt.1.114
;ἐς τὠυτὸ ἐς. Id.9.70
;τινὰ εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.2.77.22
(ii A.D.).2 bring in, contribute, τῖμον Archil.l.c.;χρήματα X.Hier.9.7
, Plu.Publ.12;εἰ. τινὶ ἔρανον Pl.Smp. 177c
, cf. X.Cyr.7.1.12 ; at Athens, etc., pay the propertytax (v. εἰσφορά II),ἐς. ἐσφοράν Th.3.19
, etc. ; , Lys.18.7 : and abs.,εἰ. εἰς τὴν πόλιν D.27.36
;εἰ. ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας Id.21.157
.3 bring in or upon,πένθος δόμοις E.Ba. 367
; νόσον καινὴν γυναιξί ib. 353 ;πόλεμον Ἑλλήνων χθονί Id.Hel.38
; δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι brings cowardice into the brave, Id.Supp. 540.4 introduce,καινὰ δαιμόνια X.Mem.1.1.2
;ψεῦδος Plb.2.58.12
; esp. of political measures, bring forward, propose,γνώμην Hdt.3.80
;γνώμην ἐς τὸν δῆμον Th.8.67
; εἰ. νόμον,=Lat. legem rogare, D.23.218, 24.19;ψηφίσματα IG22.1329.10
; τιμάς ib.1343.29: abs.,ἐς. ἐς τὰς βουλὰς περί τινος Th.5.38
;εἰς τοὺς νομοφύλακας Pl.Lg. 772c
;τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ.. X.HG1.7.7
:—[voice] Pass.,τὰ εἰσφερόμενα [ψηφίσματα] Arist. Pol. 1298b33
.b of persons, propose, nominate, Pl.Lg. 961b :—[voice] Pass., ibid. ;τοὺς -ομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς Plb.35.4.5
.II [voice] Med., [tense] fut. (lyr.): lon. [tense] aor. Iἐσενείκασθαι Hdt.
(v. infr.): [tense] pf. [voice] Pass. εἰσενήνεγμαι (v. infr.):—carry with one, sweep along, of a river, Il.11.495.2 bring in for oneself,τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Hdt.5.34
, cf. Th.5.115 :—so in [voice] Pass., σῖτον ἐσενηνεῖχθαι or- έχθαι Hdt.9.41
.3 bring in with one, introduce,τοὔνομα ἐς τὴν ποίησιν Id.2.23
; πῶμ' ηὗρε κεἰσηνέγκατο θνητοῖς E.Ba. 279 ; [ λόγον] ἐσφέρεσθαι to utter it, Id.Hel. 664 (lyr.) ; having brought50
minae as a dowry into the family, D.27.4, cf.41.4 ;προῖκα εἰσενεγκαμένῃ Thphr. Char.22.10
.4 contribute,εἰσενήνεκται.. οὐκ ἔλαττον μ' μνῶν Lys.19.43
, cf. Michel473.9 (Mylasa, ii B.C.) ; apply, employ,πᾶσαν εἰ. σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Plb.21.29.12
, cf. Chrysipp.Stoic.2.293, IG22.1343.23, Inscr.Prien. 111.126 (i B.C.), D.S.1.84 ;ἀνδρείαν Onos.4.2
;θάρσος J.AJ18.8.5
; ἰσχύν ib.17.5.6 ;φιλονεικίαν Ael.VH12.64
.III[voice] Pass., to be brought in, introduced,ἐσενειχθέντος σιδηρίου Hdt.9.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσφέρω
См. также в других словарях:
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… … Dictionary of Greek